ζυμωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zymotikos
|Transliteration C=zymotikos
|Beta Code=zumwtiko/s
|Beta Code=zumwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[causing to ferment]], τινος <span class="bibl">Diocl.Fr.118</span>.</span>
|Definition=ζυμωτική, ζυμωτικόν, [[causing to ferment]], τινος Diocl.Fr.118.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῡμωτικός Medium diacritics: ζυμωτικός Low diacritics: ζυμωτικός Capitals: ΖΥΜΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: zymōtikós Transliteration B: zymōtikos Transliteration C: zymotikos Beta Code: zumwtiko/s

English (LSJ)

ζυμωτική, ζυμωτικόν, causing to ferment, τινος Diocl.Fr.118.

German (Pape)

[Seite 1142] aufblähend, Ath. II, 55 b, οἱ ἐρέβινθοι ζ. τῆς σαρκός.

Greek (Liddell-Scott)

ζῡμωτικός: -ή, -όν, προξενῶν ζύμωσιν, τινος Διοκλ. παρ’ Ἀθην. 55D.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ζυμωτικός, -ή, -όν) ζυμώ
αυτός που προκαλεί ζύμωση, ο ζυμωσιογόνος
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στο ζύμωμα ή ο κατάλληλος για ζύμωμα («ζυμωτική μηχανή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτικό
το ένζυμο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζυμωτικά
η αμοιβή που καταβάλλεται στον ζυμωτή για το ζύμωμα
4. ιατρ. χαρακτηρισμός καταστάσεων που οφείλονται σε αύξηση τών ζυμώσεων.