μισητικός: Difference between revisions
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=misitikos | |Transliteration C=misitikos | ||
|Beta Code=mishtiko/s | |Beta Code=mishtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=μισητική, μισητικόν, [[inclined to hate]], Arr.''Epict.''1.18.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:59, 25 August 2023
English (LSJ)
μισητική, μισητικόν, inclined to hate, Arr.Epict.1.18.9.
German (Pape)
[Seite 190] zum Hassen geneigt, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
haineux.
Étymologie: μισέω.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ μισεῖν, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 4, σ. 195. - μισητικῶς, Ἐπίρρ., μετὰ μίσους, Βασίλ. Ι., 385Β.
Greek Monolingual
μισητικός, -ή, -όν (Α) μισητός
ο επιρρεπής στο μίσος, στο να μισεί.
επίρρ...
μισητικῶς (Α)
με μισητικό τρόπο, με μίσος.