ἀτρύπητος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atrypitos | |Transliteration C=atrypitos | ||
|Beta Code=a)tru/phtos | |Beta Code=a)tru/phtos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῡ], ον, = [[ἄτρητος]], τὸ οὖς ἔχειν ἀ. Plu.''Cic.''26, 2.205b. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[no agujereado]], [[no perforado]] del lóbulo de la oreja καὶ μὴν οὐκ ἔχεις ... τὸ οὖς ἀτρύπητον Plu.<i>Cic</i>.26, 2.205b<br /><b class="num">•</b>ψῆφος ἀ. voto no agujereado e.d. voto de no culpabilidad</i> op. τετρυπημένα ψῆφος <i>Lindos</i> 410.3.6 (I d.C.), Fauorin.<i>de Ex</i>.21.55, Poll.8.123, Phot.s.u. τετρυπημένη ψῆφος. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0389.png Seite 389]] = [[ἄτρητος]], οὖς, Plut. Cic. 26. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0389.png Seite 389]] = [[ἄτρητος]], οὖς, Plut. Cic. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[non percé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τρυπάω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτρύπητος:''' (ῡ) Arst., Plut. = [[ἄτρητος]] 1. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτρύπητος''': [ῡ], -ον, = ἄτρητος, ψῆφοι ἀτρύπητοι ἀντίθετον τῷ τετρυπημέναι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424· τὸ οὖς ἔχειν ἀτρύπητον Πλουτ. Κικ. 26., 2. 205Β. | |lstext='''ἀτρύπητος''': [ῡ], -ον, = ἄτρητος, ψῆφοι ἀτρύπητοι ἀντίθετον τῷ τετρυπημέναι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424· τὸ οὖς ἔχειν ἀτρύπητον Πλουτ. Κικ. 26., 2. 205Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτρύπητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει [[τρύπα]], [[αδιάτρητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν επιδέχεται [[τρύπημα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:00, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῡ], ον, = ἄτρητος, τὸ οὖς ἔχειν ἀ. Plu.Cic.26, 2.205b.
Spanish (DGE)
-ον
no agujereado, no perforado del lóbulo de la oreja καὶ μὴν οὐκ ἔχεις ... τὸ οὖς ἀτρύπητον Plu.Cic.26, 2.205b
•ψῆφος ἀ. voto no agujereado e.d. voto de no culpabilidad op. τετρυπημένα ψῆφος Lindos 410.3.6 (I d.C.), Fauorin.de Ex.21.55, Poll.8.123, Phot.s.u. τετρυπημένη ψῆφος.
German (Pape)
[Seite 389] = ἄτρητος, οὖς, Plut. Cic. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non percé.
Étymologie: ἀ, τρυπάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρύπητος: (ῡ) Arst., Plut. = ἄτρητος 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρύπητος: [ῡ], -ον, = ἄτρητος, ψῆφοι ἀτρύπητοι ἀντίθετον τῷ τετρυπημέναι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424· τὸ οὖς ἔχειν ἀτρύπητον Πλουτ. Κικ. 26., 2. 205Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτρύπητος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει τρύπα, αδιάτρητος
2. αυτός που δεν επιδέχεται τρύπημα.