Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνάμαξις: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anamaksis
|Transliteration C=anamaksis
|Beta Code=a)na/macis
|Beta Code=a)na/macis
|Definition=εως, ἡ, [[impression]], τοῦ εἴδους <span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">de An.</span>137.25</span>.
|Definition=-εως, ἡ, [[impression]], τοῦ εἴδους Alex.Aphr. ''de An.''137.25.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[impresión]] τοῦ εἴδους Alex.Aphr.<i>de An</i>.137.25, cf. Origenes <i>Io</i>.20.24.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάμαξις''': -εως, ἡ, [[ἔκθλιψις]], [[ἐκπίεσις]], Ὠριγ. ἐν Ἰωάνν. σ. 339.
|lstext='''ἀνάμαξις''': -εως, ἡ, [[ἔκθλιψις]], [[ἐκπίεσις]], Ὠριγ. ἐν Ἰωάνν. σ. 339.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[impresión]] τοῦ εἴδους Alex.Aphr.<i>de An</i>.137.25, cf. Origenes <i>Io</i>.20.24.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάμαξις]] (-εως), η (Α) [[ἀναμάσσω]]<br />το να δέχεται [[κάποιος]] μια [[εντύπωση]] και να τή διατηρεί στον νου του, η [[αποτύπωση]].
|mltxt=[[ἀνάμαξις]] (-εως), η (Α) [[ἀναμάσσω]]<br />το να δέχεται [[κάποιος]] μια [[εντύπωση]] και να τή διατηρεί στον νου του, η [[αποτύπωση]].
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάμαξις Medium diacritics: ἀνάμαξις Low diacritics: ανάμαξις Capitals: ΑΝΑΜΑΞΙΣ
Transliteration A: anámaxis Transliteration B: anamaxis Transliteration C: anamaksis Beta Code: a)na/macis

English (LSJ)

-εως, ἡ, impression, τοῦ εἴδους Alex.Aphr. de An.137.25.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
impresión τοῦ εἴδους Alex.Aphr.de An.137.25, cf. Origenes Io.20.24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάμαξις: -εως, ἡ, ἔκθλιψις, ἐκπίεσις, Ὠριγ. ἐν Ἰωάνν. σ. 339.

Greek Monolingual

ἀνάμαξις (-εως), η (Α) ἀναμάσσω
το να δέχεται κάποιος μια εντύπωση και να τή διατηρεί στον νου του, η αποτύπωση.