αὔγασμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aygasma | |Transliteration C=aygasma | ||
|Beta Code=au)/gasma | |Beta Code=au)/gasma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[brightness]], [[whiteness]], [[LXX]] ''Le.''13.38. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[mancha descolorida]] ἐὰν γένηται ἐν δέρματι ... αὐγάσματα αὐγάζοντα [[LXX]] <i>Le</i>.13.38. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὔγασμα''': τό, [[ἐξάνθημα]] λευκὸν στίλβον, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς | |lstext='''αὔγασμα''': τό, [[ἐξάνθημα]] λευκὸν στίλβον, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ αὐγάσματα αὐγάζοντα, λευκανθίζοντα Ἑβδ. (Λευ. ιγ΄, 38), [[λάμψις]], [[στιλπνότης]], Σειρὰχ μγ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 8686. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὔγασμα]], το (Α) [[αυγάζω]]<br /><b>1.</b> [[λαμπρότητα]], [[φέγγος]]<br /><b>2.</b> [[λευκό]] [[εξάνθημα]] του δέρματος. | |mltxt=[[αὔγασμα]], το (Α) [[αυγάζω]]<br /><b>1.</b> [[λαμπρότητα]], [[φέγγος]]<br /><b>2.</b> [[λευκό]] [[εξάνθημα]] του δέρματος. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, brightness, whiteness, LXX Le.13.38.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
mancha descolorida ἐὰν γένηται ἐν δέρματι ... αὐγάσματα αὐγάζοντα LXX Le.13.38.
German (Pape)
[Seite 391] τό, Erleuchtung, Glanz, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
αὔγασμα: τό, ἐξάνθημα λευκὸν στίλβον, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ αὐγάσματα αὐγάζοντα, λευκανθίζοντα Ἑβδ. (Λευ. ιγ΄, 38), λάμψις, στιλπνότης, Σειρὰχ μγ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 8686.
Greek Monolingual
αὔγασμα, το (Α) αυγάζω
1. λαμπρότητα, φέγγος
2. λευκό εξάνθημα του δέρματος.