εὔνυμφος: Difference between revisions

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
(15)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eynymfos
|Transliteration C=eynymfos
|Beta Code=eu)/numfos
|Beta Code=eu)/numfos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of a fair bride</b>, λέχος <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.175.</span>
|Definition=εὔνυμφον, [[of a fair bride]], λέχος ''Cat.Cod.Astr.''2.175.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔνυμφος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει σε ωραία [[νύφη]] ή που έχει ωραία [[νύφη]] («εὔνυμφον [[λέχος]]» — [[κρεβάτι]] ωραίας νύφης ή που έχει ωραία [[νύφη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[νύμφη]].
|mltxt=[[εὔνυμφος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει σε ωραία [[νύφη]] ή που έχει ωραία [[νύφη]] («εὔνυμφον [[λέχος]]» — [[κρεβάτι]] ωραίας νύφης ή που έχει ωραία [[νύφη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[νύμφη]].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔνυμφος Medium diacritics: εὔνυμφος Low diacritics: εύνυμφος Capitals: ΕΥΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: eúnymphos Transliteration B: eunymphos Transliteration C: eynymfos Beta Code: eu)/numfos

English (LSJ)

εὔνυμφον, of a fair bride, λέχος Cat.Cod.Astr.2.175.

Greek Monolingual

εὔνυμφος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε ωραία νύφη ή που έχει ωραία νύφη («εὔνυμφον λέχος» — κρεβάτι ωραίας νύφης ή που έχει ωραία νύφη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νύμφη.