ψευδάργυρος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psevdargyros
|Transliteration C=psevdargyros
|Beta Code=yeuda/rguros
|Beta Code=yeuda/rguros
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">false silver</b>, i. e. perh.<b class="b2">zinc</b>, <span class="bibl">Str.13.1.56</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[false silver]], i.e. perhaps[[zinc]], Str.13.1.56.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1393.png Seite 1393]] ὁ, falsches, unächtes Silber, bei Strab. XIII p. 610 das Zink.
}}
{{ls
|lstext='''ψευδάργῠρος''': ὁ, [[ψευδὴς]] ἄργυρος, πιθανῶς ὁ καὶ νῦν καλούμενος οὕτω, κοινῶς δὲ «τσίγκος», Στράβ. 610.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[είδος]] μετάλλου με μέτρια [[σκληρότητα]] και [[αντοχή]], που επιδέχεται καλή [[στίλβωση]], κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[τσίγκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> μεταλλικό χημικό [[στοιχείο]] με [[σύμβολο]] Zn, ατομικό αριθμό 30 και ατομικό [[βάρος]] 65,38, [[μεγάλης]] οικονομικής, τεχνολογικής και βιολογικής σημασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδάργῠρος Medium diacritics: ψευδάργυρος Low diacritics: ψευδάργυρος Capitals: ΨΕΥΔΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: pseudárgyros Transliteration B: pseudargyros Transliteration C: psevdargyros Beta Code: yeuda/rguros

English (LSJ)

ὁ, false silver, i.e. perhapszinc, Str.13.1.56.

German (Pape)

[Seite 1393] ὁ, falsches, unächtes Silber, bei Strab. XIII p. 610 das Zink.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδάργῠρος: ὁ, ψευδὴς ἄργυρος, πιθανῶς ὁ καὶ νῦν καλούμενος οὕτω, κοινῶς δὲ «τσίγκος», Στράβ. 610.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
είδος μετάλλου με μέτρια σκληρότητα και αντοχή, που επιδέχεται καλή στίλβωση, κν. γνωστό σήμερα ως τσίγκος
νεοελλ.
χημ. μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Zn, ατομικό αριθμό 30 και ατομικό βάρος 65,38, μεγάλης οικονομικής, τεχνολογικής και βιολογικής σημασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἄργυρος].