ἀμευσίπορος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(big3_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amefsiporos
|Transliteration C=amefsiporos
|Beta Code=a)meusi/poros
|Beta Code=a)meusi/poros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">path-shifting</b>, τρίοδος <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>11.38</span>.</span>
|Definition=ἀμευσίπορον, [[path-shifting]], τρίοδος Pi.''P.''11.38.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰμευσῐ-]<br />[[donde se cambia de camino]] τρίοδος Pi.<i>P</i>.11.38.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où les routes s'entrecroisent (<i>litt.</i> s'échangent), carrefour.<br />'''Étymologie:''' *ἀμεύομαι, [[πόρος]].
}}
{{pape
|ptext=τρίοδοι, Pind. <i>P</i>. 11.38, <i>wo sich die Wege [[kreuzen]]</i> (Eusth. καθ' ἣν ἀμείβεται [[πορεία]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμευσίπορος:''' с перемежающимися проходами, т. е. перекрещивающийся (τρίοδοι Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμευσίπορος''': -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, [[ἔνθα]] αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.
|lstext='''ἀμευσίπορος''': -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, [[ἔνθα]] αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=ος, ον :<br />où les routes s’entrecroisent (<i>litt.</i> s’échangent), carrefour.<br />'''Étymologie:''' *ἀμεύομαι, [[πόρος]].
|sltr=<b>ᾰμευσῐπορος, -ον</b> [[where]] ways [[interchange]] ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ [[πρίν]] (ἀμευσιπόρους [[τριόδους]] Hermann, met. gr.) (P. 11.38)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμευσίπορος]], -ον (Α)<br />αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄμευσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμεύομαι]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]].
}}
}}
{{Slater
{{lsm
|sltr=<b>ᾰμευσῐπορος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[where]] ways [[interchange]] ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ [[πρίν]] (ἀμευσιπόρους [[τριόδους]] Hermann, met. gr.) (P. 11.38)
|lsmtext='''ἀμευσίπορος:''' -ον, αυτός που έχει μονοπάτια που διασταυρώνονται [[μεταξύ]] τους, σε Πίνδ.
}}
}}
{{DGE
{{mdlsj
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰμευσῐ-]<br />[[donde se cambia de camino]] τρίοδος Pi.<i>P</i>.11.38.
|mdlsjtxt=with interchanging paths, Pind.
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμευσίπορος Medium diacritics: ἀμευσίπορος Low diacritics: αμευσίπορος Capitals: ΑΜΕΥΣΙΠΟΡΟΣ
Transliteration A: ameusíporos Transliteration B: ameusiporos Transliteration C: amefsiporos Beta Code: a)meusi/poros

English (LSJ)

ἀμευσίπορον, path-shifting, τρίοδος Pi.P.11.38.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰμευσῐ-]
donde se cambia de camino τρίοδος Pi.P.11.38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où les routes s'entrecroisent (litt. s'échangent), carrefour.
Étymologie: *ἀμεύομαι, πόρος.

German (Pape)

τρίοδοι, Pind. P. 11.38, wo sich die Wege kreuzen (Eusth. καθ' ἣν ἀμείβεται πορεία).

Russian (Dvoretsky)

ἀμευσίπορος: с перемежающимися проходами, т. е. перекрещивающийся (τρίοδοι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμευσίπορος: -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, ἔνθα αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.

English (Slater)

ᾰμευσῐπορος, -ον where ways interchange ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann, met. gr.) (P. 11.38)

Greek Monolingual

ἀμευσίπορος, -ον (Α)
αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμευσι- (< ἀμεύομαι) + πόρος.

Greek Monotonic

ἀμευσίπορος: -ον, αυτός που έχει μονοπάτια που διασταυρώνονται μεταξύ τους, σε Πίνδ.

Middle Liddell

with interchanging paths, Pind.