ἐπεκτατικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epektatikos | |Transliteration C=epektatikos | ||
|Beta Code=e)pektatiko/s | |Beta Code=e)pektatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπεκτατική, ἐπεκτατικόν, [[lengthening]], Eust.1393.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:08, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπεκτατική, ἐπεκτατικόν, lengthening, Eust.1393.14.
German (Pape)
[Seite 914] ή, όν, ausdehnend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεκτᾰτικός: -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς ἐπέκτασιν, Εὐστ. 1393. 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γραμμ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἐπεκτατικός, -ή, -όν) επεκτείνω
νεοελλ.
αυτός που επιχειρεί επέκταση τών ορίων του, αύξηση της περιοχής που του ανήκει («επεκτατική πολιτική, επεκτατικά σχέδια»)
μσν.
κατάλληλος για επέκταση.