χειροβαρής: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheirovaris
|Transliteration C=cheirovaris
|Beta Code=xeirobarh/s
|Beta Code=xeirobarh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">heauy in the hand</b>, <span class="bibl">Philetaer.10</span> (lyr.).</span>
|Definition=χειροβαρές, [[heauy in the hand]], Philetaer.10 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειροβᾰρής''': -ές, ὁ ἔχων βάρος ἐν τῇ χειρί, καὶ χειροβαρὲς σαρκὸς ὑείας θετταλότμητον [[κρέας]] Φιλέταιρος ἐν «Λαμπαδηφόροις» 1.
|lstext='''χειροβᾰρής''': -ές, ὁ ἔχων βάρος ἐν τῇ χειρί, καὶ χειροβαρὲς σαρκὸς ὑείας θετταλότμητον [[κρέας]] Φιλέταιρος ἐν «Λαμπαδηφόροις» 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει τόσο [[βάρος]] όσο μπορεί [[κανείς]] να σηκώσει με το [[χέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), [[πρβλ]]. [[οἰνοβαρής]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροβᾰρής Medium diacritics: χειροβαρής Low diacritics: χειροβαρής Capitals: ΧΕΙΡΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: cheirobarḗs Transliteration B: cheirobarēs Transliteration C: cheirovaris Beta Code: xeirobarh/s

English (LSJ)

χειροβαρές, heauy in the hand, Philetaer.10 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1345] ές, handschwer, so schwer man es mit der Hand halten kann, Philetaer. bei Ath. X, 418.

Greek (Liddell-Scott)

χειροβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων βάρος ἐν τῇ χειρί, καὶ χειροβαρὲς σαρκὸς ὑείας θετταλότμητον κρέας Φιλέταιρος ἐν «Λαμπαδηφόροις» 1.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει τόσο βάρος όσο μπορεί κανείς να σηκώσει με το χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. οἰνοβαρής].