παραπύλιον: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parapylion
|Transliteration C=parapylion
|Beta Code=parapu/lion
|Beta Code=parapu/lion
|Definition=[ῠ], τό, [[side-gate]], [[wicket,IG]]<span class="bibl">5(1).538.18</span> (pl.).</span>
|Definition=[ῠ], τό, [[side-gate]], [[wicket,IG]]5(1).538.18 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />μικρή [[πύλη]] [[κοντά]] σε [[μεγάλη]], [[παραπόρτι]]<br /><b>μσν.</b><br />μικρή [[πύλη]] στην [[πλάγια]] [[πλευρά]] του σπιτιού, από την οποία έμπαζαν και έβγαζαν τα ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πύλη]] (<b>πρβλ.</b> <i>ξυλο</i>-<i>πύλιον</i>)].
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />μικρή [[πύλη]] [[κοντά]] σε [[μεγάλη]], [[παραπόρτι]]<br /><b>μσν.</b><br />μικρή [[πύλη]] στην [[πλάγια]] [[πλευρά]] του σπιτιού, από την οποία έμπαζαν και έβγαζαν τα ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πύλη]] ([[πρβλ]]. [[ξυλοπύλιον]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπύλιον Medium diacritics: παραπύλιον Low diacritics: παραπύλιον Capitals: ΠΑΡΑΠΥΛΙΟΝ
Transliteration A: parapýlion Transliteration B: parapylion Transliteration C: parapylion Beta Code: parapu/lion

English (LSJ)

[ῠ], τό, side-gate, wicket,IG5(1).538.18 (pl.).

German (Pape)

[Seite 496] dim. vom Vorigen, Nebenpförtchen, Sp., Inscr. 1330.

Greek (Liddell-Scott)

παραπύλιον: τό, θυρίδιον παρὰ τὴν μεγάλην πύλην, Συλλ. Ἐπιγρ. 1330,18· πύλη μικρὰ κατὰ τὰ πλάγια τοῦ οἴκου δι’ ἧς ἐξήγοντο καὶ εἰσήγοντο τὰ κτήνη, κτλ., Κ. Πορφ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμανὸν 257. 11· - πῠλίς, ἡ, μικρὰ θυρὶς κρυπτή, Ἡλιόδ. 8. 12.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
μικρή πύλη κοντά σε μεγάλη, παραπόρτι
μσν.
μικρή πύλη στην πλάγια πλευρά του σπιτιού, από την οποία έμπαζαν και έβγαζαν τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πύλη (πρβλ. ξυλοπύλιον)].