ξανθοδερκής: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksanthoderkis | |Transliteration C=ksanthoderkis | ||
|Beta Code=canqoderkh/s | |Beta Code=canqoderkh/s | ||
|Definition= | |Definition=ξανθοδερκές, [[with fiery eyes]], of a dragon, B.8.12. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ξανθοδερκές, with fiery eyes, of a dragon, B.8.12.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθοδερκής: -ές, ὁ διάπυρον ῥίπτων βλέμμα, ὁ βλέπων φλογερῶς, τὸν ξανθοδερκὴς πέφν’ ἀσαγεύοντα δράκων Βακχυλ. VIII, 12 Blass.
Greek Monolingual
ξανθοδερκής, -ές (Α)
(για δράκοντα) αυτός που έχει φλογερό βλέμμα («ξανθοδερκής δράκων», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυδερκής].