ξανθοδερκής: Difference between revisions

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksanthoderkis
|Transliteration C=ksanthoderkis
|Beta Code=canqoderkh/s
|Beta Code=canqoderkh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with fiery eyes</b>, of a dragon, <span class="bibl">B.8.12</span>.</span>
|Definition=ξανθοδερκές, [[with fiery eyes]], of a dragon, B.8.12.
}}
{{ls
|lstext='''ξανθοδερκής''': -ές, ὁ διάπυρον ῥίπτων [[βλέμμα]], ὁ βλέπων φλογερῶς, τὸν ξανθοδερκὴς πέφν’ ἀσαγεύοντα [[δράκων]] Βακχυλ. VIII, 12 Blass.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξανθοδερκής]], -ές (Α)<br />(για δράκοντα) αυτός που έχει φλογερό [[βλέμμα]] («[[ξανθοδερκής]] [[δράκων]]», Βακχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]]»), [[πρβλ]]. [[οξυδερκής]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθοδερκής Medium diacritics: ξανθοδερκής Low diacritics: ξανθοδερκής Capitals: ΞΑΝΘΟΔΕΡΚΗΣ
Transliteration A: xanthoderkḗs Transliteration B: xanthoderkēs Transliteration C: ksanthoderkis Beta Code: canqoderkh/s

English (LSJ)

ξανθοδερκές, with fiery eyes, of a dragon, B.8.12.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθοδερκής: -ές, ὁ διάπυρον ῥίπτων βλέμμα, ὁ βλέπων φλογερῶς, τὸν ξανθοδερκὴς πέφν’ ἀσαγεύοντα δράκων Βακχυλ. VIII, 12 Blass.

Greek Monolingual

ξανθοδερκής, -ές (Α)
(για δράκοντα) αυτός που έχει φλογερό βλέμμαξανθοδερκής δράκων», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυδερκής].