περισσοκαλλής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perissokallis | |Transliteration C=perissokallis | ||
|Beta Code=perissokallh/s | |Beta Code=perissokallh/s | ||
|Definition=ές, <span | |Definition=περισσοκαλλές, [[exceeding beautiful]], Cratin.238. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περισσοκαλλής''': -ές, ὁ εἰς ὑπερβολὴν [[ὡραῖος]], [[περικαλλής]], Κρατῖν. εἰς «Χείρωσι». 1. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />εξαιρετικά [[ωραίος]], [[περικαλλής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>καλλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάλλος]]), [[πρβλ]]. [[περικαλλής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:11, 25 August 2023
English (LSJ)
περισσοκαλλές, exceeding beautiful, Cratin.238.
Greek (Liddell-Scott)
περισσοκαλλής: -ές, ὁ εἰς ὑπερβολὴν ὡραῖος, περικαλλής, Κρατῖν. εἰς «Χείρωσι». 1.
Greek Monolingual
-ές, Α
εξαιρετικά ωραίος, περικαλλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -καλλής (< κάλλος), πρβλ. περικαλλής].