ματαιοπώγων: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mataiopogon | |Transliteration C=mataiopogon | ||
|Beta Code=mataiopw/gwn | |Beta Code=mataiopw/gwn | ||
|Definition=ωνος, ὁ, | |Definition=ωνος, ὁ, [[having a beard in vain]], Sch.Theoc.14.28. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ματαιοπώγων]], -ονος, ὁ (Α)<br />αυτός για τον οποίο δεν [[ενδιαφέρομαι]] αν θα μεγαλώσει και θα βγάλει γένεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» ([[πρβλ]]. <i> | |mltxt=[[ματαιοπώγων]], -ονος, ὁ (Α)<br />αυτός για τον οποίο δεν [[ενδιαφέρομαι]] αν θα μεγαλώσει και θα βγάλει γένεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» ([[πρβλ]]. [[ασπροπώγων]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ωνος, ὁ, <i>der [[umsonst]] einen Bart hat, Schol. Theocr</i>. 14.28. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ωνος, ὁ, having a beard in vain, Sch.Theoc.14.28.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰταιοπώγων: ὁ, ὁ μάτην ἔχων πώγωνα, Σχόλ. εἰς Θεόκριτ. 14. 28.
Greek Monolingual
ματαιοπώγων, -ονος, ὁ (Α)
αυτός για τον οποίο δεν ενδιαφέρομαι αν θα μεγαλώσει και θα βγάλει γένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. ασπροπώγων)].
German (Pape)
ωνος, ὁ, der umsonst einen Bart hat, Schol. Theocr. 14.28.