τυροκόσκινον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tyrokoskinon
|Transliteration C=tyrokoskinon
|Beta Code=turoko/skinon
|Beta Code=turoko/skinon
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cheese-cake</b>, Chrysipp.Tyan. ap. <span class="bibl">Ath.14.647f</span>.</span>
|Definition=τό, [[cheesecake]], Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647f.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῡροκόσκῐνον''': τό, [[πλακοῦς]] ἐκ τυροῦ ὀνομασθέντος [[οὕτως]] ἐκ τοῦ τρόπου τῆς κατασκευῆς [[αὐτοῦ]], Χρύσιππος Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647Ε, [[ἔνθα]] ἴδε περιγραφὴν τῆς κατασκευῆς [[αὐτοῦ]].
|lstext='''τῡροκόσκῐνον''': τό, [[πλακοῦς]] ἐκ τυροῦ ὀνομασθέντος [[οὕτως]] ἐκ τοῦ τρόπου τῆς κατασκευῆς [[αὐτοῦ]], Χρύσιππος Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647Ε, [[ἔνθα]] ἴδε περιγραφὴν τῆς κατασκευῆς [[αὐτοῦ]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[είδος]] τυρόπιτας που ονομάστηκε [[έτσι]] [[κυρίως]] λόγω του τρόπου παρασκευής της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[κόσκινον]].
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡροκόσκῐνον Medium diacritics: τυροκόσκινον Low diacritics: τυροκόσκινον Capitals: ΤΥΡΟΚΟΣΚΙΝΟΝ
Transliteration A: tyrokóskinon Transliteration B: tyrokoskinon Transliteration C: tyrokoskinon Beta Code: turoko/skinon

English (LSJ)

τό, cheesecake, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647f.

German (Pape)

[Seite 1164] τό, 1) Käsesieb. – 2) eine Art Kuchen, Käsekuchen, Ath. XIV, 647 e.

Greek (Liddell-Scott)

τῡροκόσκῐνον: τό, πλακοῦς ἐκ τυροῦ ὀνομασθέντος οὕτως ἐκ τοῦ τρόπου τῆς κατασκευῆς αὐτοῦ, Χρύσιππος Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647Ε, ἔνθα ἴδε περιγραφὴν τῆς κατασκευῆς αὐτοῦ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος τυρόπιτας που ονομάστηκε έτσι κυρίως λόγω του τρόπου παρασκευής της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κόσκινον.