δασμολόγος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dasmologos
|Transliteration C=dasmologos
|Beta Code=dasmolo/gos
|Beta Code=dasmolo/gos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exactor of tribute</b>, βίαιος καὶ δ. <span class="bibl">Str.10.4.8</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[exactor of tribute]], βίαιος καὶ δ. Str.10.4.8.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου<br />[[que recauda tributos]], [[recaudador]] Μίνως ... [[βίαιος]] καὶ δ. Str.10.4.8, cf. Them.<i>Or</i>.8.115a, Procop.<i>Aed</i>.6.2.21, Hsch., Sud.<br /><b class="num"></b>ὁ δ. como subst., entre los judíos [[publicano]] συνετέλεσε μὲν τοῖς ... δασμολόγοις ... τὸ δίδραχμον Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.163.22, cf. M.69.409D.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0523.png Seite 523]] ὁ, Tributeinnehmer, VLL., Strab. X p. 476.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0523.png Seite 523]] ὁ, Tributeinnehmer, VLL., Strab. X p. 476.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[percepteur des contributions]].<br />'''Étymologie:''' [[δασμός]], [[λέγω]]².
}}
{{ls
|lstext='''δασμολόγος''': ὁ, ὁ συλλέγων φόρους, [[εἰσπράκτωρ]], Στράβων 476.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[δασμολόγος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται με τους δασμούς, ο [[έμπειρος]] στα δασμολογικά θέματα<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[εισπράκτορας]] τών φόρων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δασμολόγος:''' ὁ ([[λέγω]]), [[φοροεισπράκτορας]], φοροσυλλέκτης, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δασμός]], [[λέγω]]<br />a tax-gatherer, Strab.
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δασμολόγος Medium diacritics: δασμολόγος Low diacritics: δασμολόγος Capitals: ΔΑΣΜΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: dasmológos Transliteration B: dasmologos Transliteration C: dasmologos Beta Code: dasmolo/gos

English (LSJ)

ὁ, exactor of tribute, βίαιος καὶ δ. Str.10.4.8.

Spanish (DGE)

-ου
que recauda tributos, recaudador Μίνως ... βίαιος καὶ δ. Str.10.4.8, cf. Them.Or.8.115a, Procop.Aed.6.2.21, Hsch., Sud.
ὁ δ. como subst., entre los judíos publicano συνετέλεσε μὲν τοῖς ... δασμολόγοις ... τὸ δίδραχμον Cyr.Al.Luc.1.163.22, cf. M.69.409D.

German (Pape)

[Seite 523] ὁ, Tributeinnehmer, VLL., Strab. X p. 476.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
percepteur des contributions.
Étymologie: δασμός, λέγω².

Greek (Liddell-Scott)

δασμολόγος: ὁ, ὁ συλλέγων φόρους, εἰσπράκτωρ, Στράβων 476.

Greek Monolingual

ο (Α δασμολόγος)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με τους δασμούς, ο έμπειρος στα δασμολογικά θέματα
αρχ.
ο εισπράκτορας τών φόρων.

Greek Monotonic

δασμολόγος: ὁ (λέγω), φοροεισπράκτορας, φοροσυλλέκτης, σε Στράβ.

Middle Liddell

δασμός, λέγω
a tax-gatherer, Strab.