ἀποδεσμεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apodesmeyo
|Transliteration C=apodesmeyo
|Beta Code=a)podesmeu/w
|Beta Code=a)podesmeu/w
|Definition=[[bind fast]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Pr.</span>26.8</span>, <span class="title">Hippiatr.</span>77.
|Definition=[[bind fast]], [[LXX]] ''Pr.''26.8, ''Hippiatr.''77.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀποδεσμεύω]], Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσυνδέω]], [[απαλλάσσω]], [[απελευθερώνω]]<br /><b>2.</b> [[απελευθερώνω]] καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη [[απόφαση]] μου δεσμευθεί, [[επιτρέπω]] την [[ανάληψη]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />[[δένω]] [[σφιχτά]].
|mltxt=(AM [[ἀποδεσμεύω]], Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσυνδέω]], [[απαλλάσσω]], [[απελευθερώνω]]<br /><b>2.</b> [[απελευθερώνω]] καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη [[απόφαση]] μου δεσμευθεί, [[επιτρέπω]] την [[ανάληψη]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />[[δένω]] [[σφιχτά]].
}}
{{pape
|ptext=und [[ἀποδεσμέω]] ? <i>[[anbinden]] an</i> etwas, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεσμεύω Medium diacritics: ἀποδεσμεύω Low diacritics: αποδεσμεύω Capitals: ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΩ
Transliteration A: apodesmeúō Transliteration B: apodesmeuō Transliteration C: apodesmeyo Beta Code: a)podesmeu/w

English (LSJ)

bind fast, LXX Pr.26.8, Hippiatr.77.

Spanish (DGE)

atar fijamente λίθον ἐν σφενδόνῃ LXX Pr.26.8, cf. Hippiatr.77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεσμεύω: καὶ -έω, δένω σφιγκτά, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 45Β, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ΄, 8).

Greek Monolingual

(AM ἀποδεσμεύω, Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)
νεοελλ.
1. αποσυνδέω, απαλλάσσω, απελευθερώνω
2. απελευθερώνω καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη απόφαση μου δεσμευθεί, επιτρέπω την ανάληψη τους
αρχ.
δένω σφιχτά.

German (Pape)

und ἀποδεσμέω ? anbinden an etwas, Sp.