πειραστής: Difference between revisions
From LSJ
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peirastis | |Transliteration C=peirastis | ||
|Beta Code=peirasth/s | |Beta Code=peirasth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, | |Definition=πειραστοῦ, ὁ, [[tempter]], Ammon. ''Diff.'' p.109 V. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0545.png Seite 545]] ὁ, Versucher, Verführer, K. S. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πειραστής''': -οῦ, ὁ, ([[πειράζω]]) ὁ πειράζων, δοκιμάζων, Βασίλ. ΙΙΙ., 277D· - ἰδίως ὁ [[διάβολος]], σατανᾶς, Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ, 369Β, ΙΙΙ, 407Α, Βίος Νείλου Νεωτ. 116C, Ἀμμών. 112, Ἐκκλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[πειράζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πειράζει, που δοκιμάζει κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που επιχειρεί να αποπλανήσει, ο αποπλανητής<br /><b>3.</b> ο [[διάβολος]], ο [[σατανάς]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:15, 25 August 2023
English (LSJ)
πειραστοῦ, ὁ, tempter, Ammon. Diff. p.109 V.
German (Pape)
[Seite 545] ὁ, Versucher, Verführer, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πειραστής: -οῦ, ὁ, (πειράζω) ὁ πειράζων, δοκιμάζων, Βασίλ. ΙΙΙ., 277D· - ἰδίως ὁ διάβολος, σατανᾶς, Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ, 369Β, ΙΙΙ, 407Α, Βίος Νείλου Νεωτ. 116C, Ἀμμών. 112, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ὁ, Α πειράζω
1. αυτός που πειράζει, που δοκιμάζει κάποιον
2. αυτός που επιχειρεί να αποπλανήσει, ο αποπλανητής
3. ο διάβολος, ο σατανάς.