ἐξακόντισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
m (Text replacement - "αἵματος" to "αἵματος")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksakontisma
|Transliteration C=eksakontisma
|Beta Code=e)cako/ntisma
|Beta Code=e)cako/ntisma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[jet]], [[αἵμα|αἵματος]] Sch.<span class="bibl">Od.22.19</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[jet]], [[αἷμα|αἵματος]] Sch.Od.22.19.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[chorro]] αἵματος Sch.<i>Od</i>.22.19.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξᾰκόντισμα''': τό, τὸ ἐξακοντιζόμενον, «[[ἐξακόντισμα]] αἵματος» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 19, πρβλ. Σουΐδ ἐν λ. [[αὐλός]].
|lstext='''ἐξᾰκόντισμα''': τό, τὸ ἐξακοντιζόμενον, «[[ἐξακόντισμα]] αἵματος» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 19, πρβλ. Σουΐδ ἐν λ. [[αὐλός]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[chorro]] αἵματος Sch.<i>Od</i>.22.19.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξακόντισμα]], το (Α) [[εξακοντίζω]]<br />αυτό που εξακοντίζεται.
|mltxt=[[ἐξακόντισμα]], το (Α) [[εξακοντίζω]]<br />αυτό που εξακοντίζεται.
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰκόντισμα Medium diacritics: ἐξακόντισμα Low diacritics: εξακόντισμα Capitals: ΕΞΑΚΟΝΤΙΣΜΑ
Transliteration A: exakóntisma Transliteration B: exakontisma Transliteration C: eksakontisma Beta Code: e)cako/ntisma

English (LSJ)

-ατος, τό, jet, αἵματος Sch.Od.22.19.

Spanish (DGE)

-ματος, τό chorro αἵματος Sch.Od.22.19.

German (Pape)

[Seite 865] τό, das Heraus-, Fortgeschleuderte, Schol. Od. 22, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰκόντισμα: τό, τὸ ἐξακοντιζόμενον, «ἐξακόντισμα αἵματος» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 19, πρβλ. Σουΐδ ἐν λ. αὐλός.

Greek Monolingual

ἐξακόντισμα, το (Α) εξακοντίζω
αυτό που εξακοντίζεται.