ἐκπαρθενεύω: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(5)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekpartheneyo
|Transliteration C=ekpartheneyo
|Beta Code=e)kparqeneu/w
|Beta Code=e)kparqeneu/w
|Definition=(παρθένος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">deflower</b>, Sch.<span class="bibl">Luc.<span class="title">DMar.</span>7.1</span>.</span>
|Definition=([[παρθένος]]) [[deflower]], Sch.Luc.''DMar.''7.1.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[perder la virginidad]] ἵνα μὴ λιθοβοληθῇ ὡς ἐκπαρθενεύσασα ref. a la concepción de la Virgen, Origenes <i>Hom</i>.6 <i>in Lc</i>. (p.43).<br /><b class="num">2</b> [[desvirgar]] [[δάμαρ]] Sch.Opp.<i>H</i>.1.390.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0771.png Seite 771]] entjungfern, Schol. Luc. D. Mar. 7, 1.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκπαρθενεύω''': ([[παρθένος]]) ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν, [[διακορεύω]], Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 7. 1.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ξεπαρθενεύω]] (AM [[ἐκπαρθενεύω]])<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] την παρθενιά, [[διακορεύω]]<br /><b>2.</b> (για φαγητά ή ποτά [[κλειστά]] ή συσκευασμένα σε κουτιά <b>κ.λπ.</b>) [[ανοίγω]] και [[δοκιμάζω]] [[πρώτος]]<br /><b>3.</b> [[οδηγώ]] νέο ή νέα να εγκαταλείψει την παιδική [[αθωότητα]] και να αποκτήσει σεξουαλικές εμπειρίες.
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπαρθενεύω Medium diacritics: ἐκπαρθενεύω Low diacritics: εκπαρθενεύω Capitals: ΕΚΠΑΡΘΕΝΕΥΩ
Transliteration A: ekpartheneúō Transliteration B: ekpartheneuō Transliteration C: ekpartheneyo Beta Code: e)kparqeneu/w

English (LSJ)

(παρθένος) deflower, Sch.Luc.DMar.7.1.

Spanish (DGE)

1 perder la virginidad ἵνα μὴ λιθοβοληθῇ ὡς ἐκπαρθενεύσασα ref. a la concepción de la Virgen, Origenes Hom.6 in Lc. (p.43).
2 desvirgar δάμαρ Sch.Opp.H.1.390.

German (Pape)

[Seite 771] entjungfern, Schol. Luc. D. Mar. 7, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπαρθενεύω: (παρθένος) ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν, διακορεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 7. 1.

Greek Monolingual

και ξεπαρθενεύω (AM ἐκπαρθενεύω)
1. αφαιρώ την παρθενιά, διακορεύω
2. (για φαγητά ή ποτά κλειστά ή συσκευασμένα σε κουτιά κ.λπ.) ανοίγω και δοκιμάζω πρώτος
3. οδηγώ νέο ή νέα να εγκαταλείψει την παιδική αθωότητα και να αποκτήσει σεξουαλικές εμπειρίες.