ἀνατροχάζω: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anatrochazo
|Transliteration C=anatrochazo
|Beta Code=a)natroxa/zw
|Beta Code=a)natroxa/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀνατρέχω]], [[κοχλιοειδῶς]] <span class="bibl">Ph.Byz.<span class="title">Mir.</span>1.4</span>.</span>
|Definition== [[ἀνατρέχω]], [[κοχλιοειδῶς]] Ph.Byz.''Mir.''1.4.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[recorrer]] Ph.Byz.<i>Mir</i>.1.4.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] und ἀνατροχάω, Sp., für [[ἀνατρέχω]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀνατροχάζω''': [[τύπος]] μεταγεν. τοῦ [[ἀνατρέχω]], Φίλων Βυζ. περὶ τῶν ἑπτὰ θαυμάτων 1.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνατροχάζω]])<br />(για πυροβόλα) μετακινούμαι [[προς]] τα [[πίσω]] [[κατά]] την [[εκπυρσοκρότηση]], [[οπισθοδρομώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τρέχω]] [[προς]] τα [[επάνω]] ή [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τροχάζω]] [[τρέχω]]») <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανατροχασμός]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατροχάζω Medium diacritics: ἀνατροχάζω Low diacritics: ανατροχάζω Capitals: ΑΝΑΤΡΟΧΑΖΩ
Transliteration A: anatrocházō Transliteration B: anatrochazō Transliteration C: anatrochazo Beta Code: a)natroxa/zw

English (LSJ)

= ἀνατρέχω, κοχλιοειδῶς Ph.Byz.Mir.1.4.

Spanish (DGE)

recorrer Ph.Byz.Mir.1.4.

German (Pape)

[Seite 212] und ἀνατροχάω, Sp., für ἀνατρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατροχάζω: τύπος μεταγεν. τοῦ ἀνατρέχω, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν ἑπτὰ θαυμάτων 1.

Greek Monolingual

ἀνατροχάζω)
(για πυροβόλα) μετακινούμαι προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, οπισθοδρομώ
αρχ.
τρέχω προς τα επάνω ή προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τροχάζωτρέχω») < τροχός.
ΠΑΡ. ανατροχασμός].