στομωτός: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stomotos
|Transliteration C=stomotos
|Beta Code=stomwto/s
|Beta Code=stomwto/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hardened</b>, cj. Herm. in <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>252</span>.</span>
|Definition=στομωτόν, [[hardened]], cj. Herm. in A.''Fr.''252.
}}
{{elru
|elrutext='''στομωτός:''' [adj. verb. к [[στομόω]] закаленный, крепкий Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στομωτός''': -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκληρυμμένος, κοπτερός, [[ὀξύς]], [[σκληρός]] (;) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 248.
|lstext='''στομωτός''': -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκληρυμμένος, κοπτερός, [[ὀξύς]], [[σκληρός]] (;) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 248.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στομῶ]]<br />(για σιδερένιο [[εργαλείο]]) ατσαλωμένος, [[βαμμένος]], [[κοφτερός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομωτός Medium diacritics: στομωτός Low diacritics: στομωτός Capitals: ΣΤΟΜΩΤΟΣ
Transliteration A: stomōtós Transliteration B: stomōtos Transliteration C: stomotos Beta Code: stomwto/s

English (LSJ)

στομωτόν, hardened, cj. Herm. in A.Fr.252.

Russian (Dvoretsky)

στομωτός: [adj. verb. к στομόω закаленный, крепкий Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

στομωτός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκληρυμμένος, κοπτερός, ὀξύς, σκληρός (;) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 248.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στομῶ
(για σιδερένιο εργαλείο) ατσαλωμένος, βαμμένος, κοφτερός.