Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στομωτός

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομωτός Medium diacritics: στομωτός Low diacritics: στομωτός Capitals: ΣΤΟΜΩΤΟΣ
Transliteration A: stomōtós Transliteration B: stomōtos Transliteration C: stomotos Beta Code: stomwto/s

English (LSJ)

στομωτόν, hardened, cj. Herm. in A.Fr.252.

Russian (Dvoretsky)

στομωτός: [adj. verb. к στομόω закаленный, крепкий Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

στομωτός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκληρυμμένος, κοπτερός, ὀξύς, σκληρός (;) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 248.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στομῶ
(για σιδερένιο εργαλείο) ατσαλωμένος, βαμμένος, κοφτερός.