διαδραματίζω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diadramatizo
|Transliteration C=diadramatizo
|Beta Code=diadramati/zw
|Beta Code=diadramati/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[finish acting a play]], <span class="bibl">M.Ant.3.8</span>, <span class="bibl">D.L.3.56</span>.</span>
|Definition=[[finish acting a play]], M.Ant.3.8, D.L.3.56.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[representar en su totalidad]] una obra dramática τὸν τραγῳδὸν ... πρὸ τοῦ τελέσαι καὶ διαδραματίσαι ἀπαλλάσσεσθαι M.Ant.3.8, μόνος ὁ χωρὸς διεδραμάτιζεν D.L.3.56.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0577.png Seite 577]] ein Schauspiel zu Ende spielen, M. Anton. 3, 8; u. allgemein, ἐν τῇ τραγωδίᾳ, D. L. 3, 56.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0577.png Seite 577]] ein Schauspiel zu Ende spielen, M. Anton. 3, 8; u. allgemein, ἐν τῇ τραγωδίᾳ, D. L. 3, 56.
}}
{{elru
|elrutext='''διαδρᾱμᾰτίζω:''' [[играть на сцене]], [[представлять]] (ἐν τῇ τραγῳδίᾳ Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαδρᾱμᾰτίζω''': παριστῶ δρᾶμά τι [[μέχρι]] τέλους, Μ. Ἀντων. 3. 8, Διογ. Λ. 3. 56.
|lstext='''διαδρᾱμᾰτίζω''': παριστῶ δρᾶμά τι [[μέχρι]] τέλους, Μ. Ἀντων. 3. 8, Διογ. Λ. 3. 56.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[representar en su totalidad]] una obra dramática τὸν τραγῳδὸν ... πρὸ τοῦ τελέσαι καὶ διαδραματίσαι ἀπαλλάσσεσθαι M.Ant.3.8, μόνος ὁ χωρὸς διεδραμάτιζεν D.L.3.56.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[διαδραματίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετέχω]] σε κάποια [[δράση]] ως [[πρόσωπο]] δράματος<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε [[δράση]] ή διαδικασίες, [[ασκώ]] [[επιρροή]] σε εξελίξεις<br /><b>3.</b> <i>διαδραματίζομαι</i><br />εξελίσσομαι, [[γίνομαι]], [[συμβαίνω]] ([[κατά]] δραματικό τρόπο)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παριστάνω]] [[δράμα]] [[μέχρι]] τέλους.
|mltxt=(Α [[διαδραματίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετέχω]] σε κάποια [[δράση]] ως [[πρόσωπο]] δράματος<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε [[δράση]] ή διαδικασίες, [[ασκώ]] [[επιρροή]] σε εξελίξεις<br /><b>3.</b> <i>διαδραματίζομαι</i><br />εξελίσσομαι, [[γίνομαι]], [[συμβαίνω]] ([[κατά]] δραματικό τρόπο)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παριστάνω]] [[δράμα]] [[μέχρι]] τέλους.
}}
{{elru
|elrutext='''διαδρᾱμᾰτίζω:''' играть на сцене, представлять (ἐν τῇ τραγῳδίᾳ Diog. L.).
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδρᾱμᾰτίζω Medium diacritics: διαδραματίζω Low diacritics: διαδραματίζω Capitals: ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: diadramatízō Transliteration B: diadramatizō Transliteration C: diadramatizo Beta Code: diadramati/zw

English (LSJ)

finish acting a play, M.Ant.3.8, D.L.3.56.

Spanish (DGE)

representar en su totalidad una obra dramática τὸν τραγῳδὸν ... πρὸ τοῦ τελέσαι καὶ διαδραματίσαι ἀπαλλάσσεσθαι M.Ant.3.8, μόνος ὁ χωρὸς διεδραμάτιζεν D.L.3.56.

German (Pape)

[Seite 577] ein Schauspiel zu Ende spielen, M. Anton. 3, 8; u. allgemein, ἐν τῇ τραγωδίᾳ, D. L. 3, 56.

Russian (Dvoretsky)

διαδρᾱμᾰτίζω: играть на сцене, представлять (ἐν τῇ τραγῳδίᾳ Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

διαδρᾱμᾰτίζω: παριστῶ δρᾶμά τι μέχρι τέλους, Μ. Ἀντων. 3. 8, Διογ. Λ. 3. 56.

Greek Monolingual

διαδραματίζω)
νεοελλ.
1. μετέχω σε κάποια δράση ως πρόσωπο δράματος
2. μετέχω σε δράση ή διαδικασίες, ασκώ επιρροή σε εξελίξεις
3. διαδραματίζομαι
εξελίσσομαι, γίνομαι, συμβαίνω (κατά δραματικό τρόπο)
αρχ.
παριστάνω δράμα μέχρι τέλους.