φονουργός: Difference between revisions
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fonourgos | |Transliteration C=fonourgos | ||
|Beta Code=fonourgo/s | |Beta Code=fonourgo/s | ||
|Definition= | |Definition=φονουργόν, [[murderous]], Sch.rec.S.''El.''1150. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φονουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) δράστης φόνου, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 1150, Ἄννα Κομν. σ. 258, Νικήτ. Χων. Χρον. σ. 8, κλπ. | |lstext='''φονουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) δράστης φόνου, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 1150, Ἄννα Κομν. σ. 258, Νικήτ. Χων. Χρον. σ. 8, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, ΜΑ<br />αυτός που διέπραξε φόνο, φονέας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[μαχαιρουργός]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:21, 25 August 2023
English (LSJ)
φονουργόν, murderous, Sch.rec.S.El.1150.
Greek (Liddell-Scott)
φονουργός: -όν, (*ἔργω) δράστης φόνου, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 1150, Ἄννα Κομν. σ. 258, Νικήτ. Χων. Χρον. σ. 8, κλπ.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
αυτός που διέπραξε φόνο, φονέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρουργός].