ἐνσχερώ: Difference between revisions
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enschero | |Transliteration C=enschero | ||
|Beta Code=e)nsxerw/ | |Beta Code=e)nsxerw/ | ||
|Definition=Adv. [[in a row]], | |Definition=Adv. [[in a row]], A.R.1.912, prob. in Antim.16.5. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:21, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. in a row, A.R.1.912, prob. in Antim.16.5.
Spanish (DGE)
adv. en fila βασιλεῦσιν ... ἐ. ἑστηῶσι Antim.21.5, ἐ. ἑζόμενοι A.R.1.912.
• Etimología: De σχερός ‘serie’, ‘fila’, de *segh, raíz de ἔχω.
German (Pape)
[Seite 853] = ἐπισχερώ, Ap. Rh. 1, 912.
French (Bailly abrégé)
adv.
p. ἐν σχερῷ, d'une manière continue, de suite.
Étymologie: σχερός.
Par. ἐπισχερώ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσχερώ: ἐπίρρ., «ἐφεξῆς, κατὰ τάξιν» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 912· ἴδε ἐν λ. σχερός.
English (Slater)
ἐνσχερώ, coni. Dindorf: ἐν σχερῷ codd.
Greek Monolingual
ἐνσχερώ (Α)
επίρρ. με σειρά, με τάξη («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ ἐνσχερώ ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη δοτ. εν σχερῴ του επιθ. σχερός. (Για το β' συνθετικό βλ. λ. επισχερώ)].
Frisk Etymological English
See also: s. ἐπισχερώ.
Frisk Etymology German
ἐνσχερώ: {enskherṓ}
See also: s. ἐπισχερώ.
Page 1,523