χώρισμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chorisma | |Transliteration C=chorisma | ||
|Beta Code=xw/risma | |Beta Code=xw/risma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[a separated space]], Sch.B Il.5.137. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:22, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, a separated space, Sch.B Il.5.137.
Greek (Liddell-Scott)
χώρισμα: τό, τόπος κεχωρισμένος, χώρισμα τῆς αὐλῆς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 137.
Greek Monolingual
-ίσματος, το, ΝΜΑ χωρίζω
νεοελλ.
1. χωρισμός, αποχωρισμός
2. τοίχος, σανίδωμα ή καθετί άλλο με το οποίο διαχωρίζεται ένας χώρος σε άλλους μικρότερους (α. «χώρισμα διαμερίσματος» β. «χώρισμα ντουλάπας» γ. «χώρισμα κιβωτίου»)
μσν.-αρχ.
μέρος χωριστό από τον υπόλοιπο χώρο, ιδιαίτερος χώρος («χώρισμα τῆς αὐλῆς», Σχόλ.Ιλ.).