κρημνώρεια: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krimnoreia
|Transliteration C=krimnoreia
|Beta Code=krhmnw/reia
|Beta Code=krhmnw/reia
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">steep mountain-ridge</b>, <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>232</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[steep mountain-ridge]], Hdn.''Epim.''232.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κρημνώρεια]])<br />[[κρημνώδης]] [[πλευρά]] όρους ή λόφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρεια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]]). Το -<i>ω</i>- προέρχεται από τη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρ</i>-<i>ώρεια</i>)].
|mltxt=η (Α [[κρημνώρεια]])<br />[[κρημνώδης]] [[πλευρά]] όρους ή λόφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρεια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]]). Το -<i>ω</i>- προέρχεται από τη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. [[ακρώρεια]])].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>jäher [[Bergabhang]]</i>, wie [[ἀκρώρεια]] [[gebildet]], Hdn. <i>epimer</i>. p. 232.
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρημνώρεια Medium diacritics: κρημνώρεια Low diacritics: κρημνώρεια Capitals: ΚΡΗΜΝΩΡΕΙΑ
Transliteration A: krēmnṓreia Transliteration B: krēmnōreia Transliteration C: krimnoreia Beta Code: krhmnw/reia

English (LSJ)

ἡ, steep mountain-ridge, Hdn.Epim.232.

Greek (Liddell-Scott)

κρημνώρεια: ἡ, κρημνώδης ἀκρώρεια, Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 232.

Greek Monolingual

η (Α κρημνώρεια)
κρημνώδης πλευρά όρους ή λόφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -ώρεια (< ὄρος). Το -ω- προέρχεται από τη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ακρώρεια)].

German (Pape)

ἡ, jäher Bergabhang, wie ἀκρώρεια gebildet, Hdn. epimer. p. 232.