κορύμβη: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=korymvi
|Transliteration C=korymvi
|Beta Code=koru/mbh
|Beta Code=koru/mbh
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κόρυμβος]] <span class="bibl">11</span>, <span class="bibl">Asius <span class="title">Fr.Ep.</span>13.5</span> K.</span>
|Definition=ἡ, = [[κόρυμβος]] ''ΙΙ'', Asius ''Fr.Ep.''13.5 K.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορύμβη]], ἡ (Α)<br />[[κόρυμβος]], [[κότσος]] της γυναικείας [[κόμης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>κόρυμδος</i> [[κατά]] τα πρωτόκλιτα θηλ. σε -<i>η</i>].
|mltxt=[[κορύμβη]], ἡ (Α)<br />[[κόρυμβος]], [[κότσος]] της γυναικείας [[κόμης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>κόρυμδος</i> [[κατά]] τα πρωτόκλιτα θηλ. σε -<i>η</i>].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[κόρυμβος]] 2) bei Ath. XII.525f.
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορύμβη Medium diacritics: κορύμβη Low diacritics: κορύμβη Capitals: ΚΟΡΥΜΒΗ
Transliteration A: korýmbē Transliteration B: korymbē Transliteration C: korymvi Beta Code: koru/mbh

English (LSJ)

ἡ, = κόρυμβος ΙΙ, Asius Fr.Ep.13.5 K.

Greek (Liddell-Scott)

κορύμβη: ἡ, πρβλ. κόρυμβος ΙΙ, Ἄσιος παρ’ Ἀθην. 525F.

Greek Monolingual

κορύμβη, ἡ (Α)
κόρυμβος, κότσος της γυναικείας κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κόρυμδος κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε -η].

German (Pape)

ἡ, = κόρυμβος 2) bei Ath. XII.525f.