κοιλῶνυξ: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koilonyks | |Transliteration C=koilonyks | ||
|Beta Code=koilw=nuc | |Beta Code=koilw=nuc | ||
|Definition=ῠχος, ὁ, ἡ, | |Definition=ῠχος, ὁ, ἡ, [[hollow-hoofed]], ἵπποι Stesich.49. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοιλῶνυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ἔχων κοίλην ὁπλήν, ἵπποι Στησίχορος 84. | |lstext='''κοιλῶνυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ἔχων κοίλην ὁπλήν, ἵπποι Στησίχορος 84. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοιλῶνυξ]], ὁ, ἡ (Α)<br />(για άλογα) αυτός που έχει κοίλες οπλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῶνυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]] «[[νύχι]]»), [[πρβλ]]. [[αιγώνυξ]], [[χαλκώνυξ]]. Το -<i>ω</i>- λόγω της συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ῠχος, ὁ, ἡ, hollow-hoofed, ἵπποι Stesich.49.
German (Pape)
[Seite 1467] υχος, mit hohlen Hufen, ἵπποι Stesichor. bei gehol. Il. 6, 507.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, ἔχων κοίλην ὁπλήν, ἵπποι Στησίχορος 84.
Greek Monolingual
κοιλῶνυξ, ὁ, ἡ (Α)
(για άλογα) αυτός που έχει κοίλες οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ῶνυξ (< ὄνυξ «νύχι»), πρβλ. αιγώνυξ, χαλκώνυξ. Το -ω- λόγω της συνθέσεως].