ἔμπαισμα: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empaisma | |Transliteration C=empaisma | ||
|Beta Code=e)/mpaisma | |Beta Code=e)/mpaisma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό, [[embossed work]], Eust.883.54 (pl.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[incrustación]] χελωνίδα ἔχουσαν ἐμπαίσματα ἐλεφάντινα <i>ID</i> 1417A.1.103, 1425.2.18 (ambas II a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[repujado]] Eust.883.55. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμπαισμα''': τό, [[κόσμημα]] ἐκ μετάλλου προσηρμοσμένον διὰ σφυρηλατήσεως ἐπὶ μεταλλίνου ἀγγείου ἢ ποτηρίου, καρφωτὸν [[κόσμημα]], [[ἄλεισον]] … οἱονεὶ τὸ μὴ λεῖον, ἀλλὰ τραχὺ τοῖς ἐμπαίσμασιν Εὐστ. 883. 57. | |lstext='''ἔμπαισμα''': τό, [[κόσμημα]] ἐκ μετάλλου προσηρμοσμένον διὰ σφυρηλατήσεως ἐπὶ μεταλλίνου ἀγγείου ἢ ποτηρίου, καρφωτὸν [[κόσμημα]], [[ἄλεισον]] … οἱονεὶ τὸ μὴ λεῖον, ἀλλὰ τραχὺ τοῖς ἐμπαίσμασιν Εὐστ. 883. 57. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ [[ἔμπαισμα]])<br />μετάλλινο [[κόσμημα]] προσαρμοσμένο με [[σφυρηλάτηση]] στην [[επιφάνεια]] μετάλλινου αγγείου. | |mltxt=το (Μ [[ἔμπαισμα]])<br />μετάλλινο [[κόσμημα]] προσαρμοσμένο με [[σφυρηλάτηση]] στην [[επιφάνεια]] μετάλλινου αγγείου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:23, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, embossed work, Eust.883.54 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
incrustación χελωνίδα ἔχουσαν ἐμπαίσματα ἐλεφάντινα ID 1417A.1.103, 1425.2.18 (ambas II a.C.)
•repujado Eust.883.55.
German (Pape)
[Seite 810] τό, das Eingeschlagene, in Metall getriebene Figuren u. Zierrathen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπαισμα: τό, κόσμημα ἐκ μετάλλου προσηρμοσμένον διὰ σφυρηλατήσεως ἐπὶ μεταλλίνου ἀγγείου ἢ ποτηρίου, καρφωτὸν κόσμημα, ἄλεισον … οἱονεὶ τὸ μὴ λεῖον, ἀλλὰ τραχὺ τοῖς ἐμπαίσμασιν Εὐστ. 883. 57.
Greek Monolingual
το (Μ ἔμπαισμα)
μετάλλινο κόσμημα προσαρμοσμένο με σφυρηλάτηση στην επιφάνεια μετάλλινου αγγείου.