κεγχροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kegchroforos
|Transliteration C=kegchroforos
|Beta Code=kegxrofo/ros
|Beta Code=kegxrofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bearing millet</b>, <span class="bibl">Str.5.1.12</span>.</span>
|Definition=κεγχροφόρον, [[bearing millet]], Str.5.1.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεγχροφόρος''': ὁ, φέρων κέγχρον, παράγων κεχρί, Στράβ. 218.
|lstext='''κεγχροφόρος''': ὁ, φέρων κέγχρον, παράγων κεχρί, Στράβ. 218.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεγχροφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που παράγει [[κεχρί]] («ἔστι δὲ καὶ [[κεγχροφόρος]] [[διαφερόντως]] διὰ τὴν εὐυδρίαν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[αρτοφόρος]], [[σκευοφόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχροφόρος Medium diacritics: κεγχροφόρος Low diacritics: κεγχροφόρος Capitals: ΚΕΓΧΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kenchrophóros Transliteration B: kenchrophoros Transliteration C: kegchroforos Beta Code: kegxrofo/ros

English (LSJ)

κεγχροφόρον, bearing millet, Str.5.1.12.

German (Pape)

[Seite 1410] Hirse tragend, vom Lande, Strab. V, 218.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχροφόρος: ὁ, φέρων κέγχρον, παράγων κεχρί, Στράβ. 218.

Greek Monolingual

κεγχροφόρος, -ον (Α)
αυτός που παράγει κεχρί («ἔστι δὲ καὶ κεγχροφόρος διαφερόντως διὰ τὴν εὐυδρίαν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αρτοφόρος, σκευοφόρος.