ἰσομετρία: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isometria
|Transliteration C=isometria
|Beta Code=i)sometri/a
|Beta Code=i)sometri/a
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[equality of measure]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span> 47</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[equality of measure]], Arist.''Fr.'' 47.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1265.png Seite 1265]] ἡ, gleiches Maaß, Plut. de music. 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1265.png Seite 1265]] ἡ, gleiches Maaß, Plut. de music. 23.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[mesure égale]].<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόμετρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσομετρία:''' ἡ [[равная мера или равномерность]] Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσομετρία''': ἡ, [[ἰσότης]] μέτρου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 43.
|lstext='''ἰσομετρία''': ἡ, [[ἰσότης]] μέτρου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 43.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mesure égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόμετρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἰσομετρία]]) [[ισόμετρος]]<br />[[ισότητα]] μέτρου, [[ισότητα]] [[προς]] [[κάτι]] που λαμβάνεται ως [[μέτρο]], [[ισότητα]] ενός πράγματος [[προς]] [[άλλο]] με [[βάση]] κάποιο [[μέτρο]], [[συμμετρία]], [[συμμετρικότητα]], [[αναλογία]].
|mltxt=η (Α [[ἰσομετρία]]) [[ισόμετρος]]<br />[[ισότητα]] μέτρου, [[ισότητα]] [[προς]] [[κάτι]] που λαμβάνεται ως [[μέτρο]], [[ισότητα]] ενός πράγματος [[προς]] [[άλλο]] με [[βάση]] κάποιο [[μέτρο]], [[συμμετρία]], [[συμμετρικότητα]], [[αναλογία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσομετρία:''' ἡ равная мера или равномерность Arst., Plut.
}}
}}

Latest revision as of 12:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομετρία Medium diacritics: ἰσομετρία Low diacritics: ισομετρία Capitals: ΙΣΟΜΕΤΡΙΑ
Transliteration A: isometría Transliteration B: isometria Transliteration C: isometria Beta Code: i)sometri/a

English (LSJ)

ἡ, equality of measure, Arist.Fr. 47.

German (Pape)

[Seite 1265] ἡ, gleiches Maaß, Plut. de music. 23.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mesure égale.
Étymologie: ἰσόμετρος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομετρία:равная мера или равномерность Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομετρία: ἡ, ἰσότης μέτρου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 43.

Greek Monolingual

η (Α ἰσομετρία) ισόμετρος
ισότητα μέτρου, ισότητα προς κάτι που λαμβάνεται ως μέτρο, ισότητα ενός πράγματος προς άλλο με βάση κάποιο μέτρο, συμμετρία, συμμετρικότητα, αναλογία.