ἄσειρος: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aseiros
|Transliteration C=aseiros
|Beta Code=a)/seiros
|Beta Code=a)/seiros
|Definition=ον, [[without trace]], ἵππος <span class="bibl">Eust.1734.2</span>.
|Definition=ἄσειρον, [[without trace]], ἵππος Eust.1734.2.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 12:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσειρος Medium diacritics: ἄσειρος Low diacritics: άσειρος Capitals: ΑΣΕΙΡΟΣ
Transliteration A: áseiros Transliteration B: aseiros Transliteration C: aseiros Beta Code: a)/seiros

English (LSJ)

ἄσειρον, without trace, ἵππος Eust.1734.2.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene tiro ἵππος Trag.Adesp.200, cf. Eust.1734.2.

German (Pape)

[Seite 369] ohne Seil, nicht angebunden, ἵππος Hesych.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἄσειρος, -ον) σειρά
νεοελλ.
1. όποιος έχει ταπεινή καταγωγή
2. (για ζώο) καχεκτικός, αδύνατος
3. «ἄσειρον ἱστίον» — το πανί που δεν έχει σειρές για να το μαζεύουν σε περιπτώσεις κακοκαιρίας
μσν.
«ἄσειρος ἵππος» — ο άδετος.