σιδηροτρύπανον: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=σῐδηροτρύπᾰνον
|Full diacritics=σῐδηροτρῡ́πᾰνον
|Medium diacritics=σιδηροτρύπανον
|Medium diacritics=σιδηροτρύπανον
|Low diacritics=σιδηροτρύπανον
|Low diacritics=σιδηροτρύπανον
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sidirotrypanon
|Transliteration C=sidirotrypanon
|Beta Code=sidhrotru/panon
|Beta Code=sidhrotru/panon
|Definition=[<b class="b3">ῡ], τό</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[iron borer]], <span class="bibl">Daimachus 4J.</span></span>
|Definition=[ῡ], τό, [[iron borer]], Daimachus 4J.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[τρυπάνι]] κατασκευασμένο από σίδηρο ή [[τρυπάνι]] με το οποίο διατρυπάται ο [[σίδηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρύπανον]] (<b>πρβλ.</b> <i>κεφαλο</i>-[[τρύπανον]])].
|mltxt=τὸ, Α<br />[[τρυπάνι]] κατασκευασμένο από σίδηρο ή [[τρυπάνι]] με το οποίο διατρυπάται ο [[σίδηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρύπανον]] ([[πρβλ]]. [[κεφαλοτρύπανον]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροτρῡ́πᾰνον Medium diacritics: σιδηροτρύπανον Low diacritics: σιδηροτρύπανον Capitals: ΣΙΔΗΡΟΤΡΥΠΑΝΟΝ
Transliteration A: sidērotrýpanon Transliteration B: sidērotrypanon Transliteration C: sidirotrypanon Beta Code: sidhrotru/panon

English (LSJ)

[ῡ], τό, iron borer, Daimachus 4J.

German (Pape)

[Seite 880] τό, Eisenbohrer, Daimach. bei St. B. v. Λακεδαίμων.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροτρύπᾰνον: [ῡ], τό, τρύπανον ἐκ σιδήρου, ἢ δι’ οὗ τρυπᾶται ὁ σίδηρος, παρὰ Στεφ. Βυζ. ἴδε Λακεδαίμων.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τρυπάνι κατασκευασμένο από σίδηρο ή τρυπάνι με το οποίο διατρυπάται ο σίδηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + τρύπανον (πρβλ. κεφαλοτρύπανον)].