ἰχθυοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ichthyoeidis
|Transliteration C=ichthyoeidis
|Beta Code=i)xquoeidh/s
|Beta Code=i)xquoeidh/s
|Definition=ές, [[fish-like]], λεπίς <span class="bibl">Hdt.7.61</span>.
|Definition=ἰχθυοειδές, [[fish-like]], λεπίς Hdt.7.61.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠοειδής Medium diacritics: ἰχθυοειδής Low diacritics: ιχθυοειδής Capitals: ΙΧΘΥΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ichthyoeidḗs Transliteration B: ichthyoeidēs Transliteration C: ichthyoeidis Beta Code: i)xquoeidh/s

English (LSJ)

ἰχθυοειδές, fish-like, λεπίς Hdt.7.61.

German (Pape)

[Seite 1276] ές, fischartig; λεπίδος σιδηρέης ἰχθυοειδέος Her. 7, 61.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à un poisson.
Étymologie: ἰχθύς, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυοειδής: рыбообразный: λεπὶς ἰ. Her. чешуя, как у рыб.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ἰχθύος, λεπίδος σιδηρέης ἰχθυοειδέος Ἠρόδ. 7. 61.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰχθυοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα ή μορφή ψαριού, αυτός που μοιάζει με ψάρι («ιχθυοειδές σκάφος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -ειδής (< είδος)].

Greek Monotonic

ἰχθυοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα ψαριού, λεπίδος ἰχθυοειδέος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἰχθυο-ειδής, ές εἶδος
fish-like, of fishes, Hdt.