λῶταξ: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lotaks
|Transliteration C=lotaks
|Beta Code=lw=tac
|Beta Code=lw=tac
|Definition=ᾰκος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[αὐλητής]], Zonar., <span class="bibl">Eust.344.37</span>.</span>
|Definition=ᾰκος, ὁ, = [[αὐλητής]], Zonar., Eust.344.37.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0076.png Seite 76]] ακος, ὁ, der Flötenbläser, Eust. 344, 35; andere Erkl. giebt noch Zonar.
}}
{{ls
|lstext='''λῶταξ''': -ᾰκος, ὁ, ὁ καταδαπανῶν ἐν τοῖς αἰσχροῖς τὸν βίον, ὁ [[πόρνος]] καὶ ὁ [[ἀνδρόγυνος]], Ἰω. Χρυσ. 11, 99CϏ― ἡ [[ἑρμηνεία]] [[αὐλητής]], ἐν Ζωναρ. Λεξ. 1324 καὶ Εὐστ. 344, 35, φαίνεται [[φαντασιώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λῶταξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />([[κατά]] τον Ζωναρά) «ὁ λῃστὴς ἢ ὁ [[πόρνος]], ἢ ὁ μύρα ἀλειφόμενος, ἢ ὁ καταδαπῶν ἐν τοῖς αἰσχροῖς τὸν βίον αὐτοῦ ὡς ὁ [[πόρνος]] καὶ ὁ [[ἀνδρόγυνος]] ἢ ὁ [[αὐλητής]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> ([[πρβλ]]. [[σκύλαξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῶταξ Medium diacritics: λῶταξ Low diacritics: λώταξ Capitals: ΛΩΤΑΞ
Transliteration A: lō̂tax Transliteration B: lōtax Transliteration C: lotaks Beta Code: lw=tac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, = αὐλητής, Zonar., Eust.344.37.

German (Pape)

[Seite 76] ακος, ὁ, der Flötenbläser, Eust. 344, 35; andere Erkl. giebt noch Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

λῶταξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ καταδαπανῶν ἐν τοῖς αἰσχροῖς τὸν βίον, ὁ πόρνος καὶ ὁ ἀνδρόγυνος, Ἰω. Χρυσ. 11, 99CϏ― ἡ ἑρμηνεία αὐλητής, ἐν Ζωναρ. Λεξ. 1324 καὶ Εὐστ. 344, 35, φαίνεται φαντασιώδης.

Greek Monolingual

λῶταξ, -ακος, ὁ (Α)
(κατά τον Ζωναρά) «ὁ λῃστὴς ἢ ὁ πόρνος, ἢ ὁ μύρα ἀλειφόμενος, ἢ ὁ καταδαπῶν ἐν τοῖς αἰσχροῖς τὸν βίον αὐτοῦ ὡς ὁ πόρνος καὶ ὁ ἀνδρόγυνος ἢ ὁ αὐλητής».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλαξ)].