νυχαῖος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nychaios
|Transliteration C=nychaios
|Beta Code=nuxai=os
|Beta Code=nuxai=os
|Definition=α, ον,=[[νύχιος]], Theognost.<span class="title">Can.</span>52.
|Definition=α, ον, = [[νύχιος]], Theognost.''Can.''52.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=νυχαῖος, -αία, -ον (Μ)<br />[[σκοτεινός]] σαν τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επί θ. εμφανίζει το θ. <i>νυχ</i> με δασύ [[σύμφωνο]] του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> [[τελευταίος]])].
|mltxt=νυχαῖος, -αία, -ον (Μ)<br />[[σκοτεινός]] σαν τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επί θ. εμφανίζει το θ. <i>νυχ</i> με δασύ [[σύμφωνο]] του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> [[τελευταίος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῠχαῖος Medium diacritics: νυχαῖος Low diacritics: νυχαίος Capitals: ΝΥΧΑΙΟΣ
Transliteration A: nychaîos Transliteration B: nychaios Transliteration C: nychaios Beta Code: nuxai=os

English (LSJ)

α, ον, = νύχιος, Theognost.Can.52.

Greek Monolingual

νυχαῖος, -αία, -ον (Μ)
σκοτεινός σαν τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επί θ. εμφανίζει το θ. νυχ με δασύ σύμφωνο του νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τελευταίος)].