δειπνοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(big3_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deipnothiras
|Transliteration C=deipnothiras
|Beta Code=deipnoqh/ras
|Beta Code=deipnoqh/ras
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[δειπνολόχος]], <span class="bibl">Ph.1.665</span>.</span>
|Definition=-ου, ὁ, = [[δειπνολόχος]], Ph.1.665.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[cazador de cenas]], [[parásito]] ἀντ' ἐλευθέρου [[δοῦλος]] ὁ δ. Ph.1.665.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 19:
|lstext='''δειπνοθήρας''': -ου, ὁ, = [[δειπνολόχος]], ὁ κυνηγῶν τὰ δεῖπνα, [[παράσιτος]], Φίλων 1. 665.
|lstext='''δειπνοθήρας''': -ου, ὁ, = [[δειπνολόχος]], ὁ κυνηγῶν τὰ δεῖπνα, [[παράσιτος]], Φίλων 1. 665.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ου, ὁ [[cazador de cenas]], [[parásito]] ἀντ' ἐλευθέρου [[δοῦλος]] ὁ δ. Ph.1.665.
|mltxt=ο (AM [[δειπνοθήρας]])<br />αυτός που επιδιώκει φορτικά να μετέχει σε δείπνα, [[έστω]] και [[απρόσκλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δείπνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρας</i> <span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειπνοθήρας Medium diacritics: δειπνοθήρας Low diacritics: δειπνοθήρας Capitals: ΔΕΙΠΝΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: deipnothḗras Transliteration B: deipnothēras Transliteration C: deipnothiras Beta Code: deipnoqh/ras

English (LSJ)

-ου, ὁ, = δειπνολόχος, Ph.1.665.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cazador de cenas, parásito ἀντ' ἐλευθέρου δοῦλος ὁ δ. Ph.1.665.

German (Pape)

[Seite 540] ὁ, Gastmahljäger, Schmarotzer, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνοθήρας: -ου, ὁ, = δειπνολόχος, ὁ κυνηγῶν τὰ δεῖπνα, παράσιτος, Φίλων 1. 665.

Greek Monolingual

ο (AM δειπνοθήρας)
αυτός που επιδιώκει φορτικά να μετέχει σε δείπνα, έστω και απρόσκλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + -θηρας < θήρα «κυνήγι»].