λίθιον: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lithion
|Transliteration C=lithion
|Beta Code=li/qion
|Beta Code=li/qion
|Definition=τό, Dim. of [[λίθος]], <span class="bibl">Paus.2.25.8</span>.
|Definition=τό, ''Dim. of'' [[λίθος]], Paus.2.25.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0044.png Seite 44]] τό, denn λιθίον ist falsche Accentuation, dim. von [[λίθος]], Steinchen, Paus. 2, 25, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0044.png Seite 44]] τό, denn λιθίον ist falsche Accentuation, dim. von [[λίθος]], Steinchen, Paus. 2, 25, 8.
}}
{{ls
|lstext='''λίθιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λίθος]], Παυσ. 2. 25, 8.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[λίθιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> χημικό [[στοιχείο]] με [[σύμβολο]] Li και με ατομικό αριθμό 3, που [[είναι]] το πρώτο [[μέλος]] της ομάδας Ιa του περιοδικού συστήματος, [[δηλαδή]] τών μετάλλων τών αλκαλίων<br /><b>αρχ.</b><br />[[πετραδάκι]], [[λιθαράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]]. Η λ. ως επιστημ. όρος της χημείας [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>lithium</i> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]], και μαρτυρείται από το 1864 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].
}}
}}

Latest revision as of 12:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθιον Medium diacritics: λίθιον Low diacritics: λίθιον Capitals: ΛΙΘΙΟΝ
Transliteration A: líthion Transliteration B: lithion Transliteration C: lithion Beta Code: li/qion

English (LSJ)

τό, Dim. of λίθος, Paus.2.25.8.

German (Pape)

[Seite 44] τό, denn λιθίον ist falsche Accentuation, dim. von λίθος, Steinchen, Paus. 2, 25, 8.

Greek (Liddell-Scott)

λίθιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίθος, Παυσ. 2. 25, 8.

Greek Monolingual

το (Α λίθιον)
νεοελλ.
χημ. χημικό στοιχείο με σύμβολο Li και με ατομικό αριθμό 3, που είναι το πρώτο μέλος της ομάδας Ιa του περιοδικού συστήματος, δηλαδή τών μετάλλων τών αλκαλίων
αρχ.
πετραδάκι, λιθαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος. Η λ. ως επιστημ. όρος της χημείας είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. lithium < λίθος, και μαρτυρείται από το 1864 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].