νεμητής: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(26) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nemitis | |Transliteration C=nemitis | ||
|Beta Code=nemhth/s | |Beta Code=nemhth/s | ||
|Definition= | |Definition=νεμητοῦ, ὁ, = [[νεμέτωρ]], Poll.8.136. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεμητής''': -οῦ, ὁ, = [[νεμέτωρ]], | |lstext='''νεμητής''': -οῦ, ὁ, = [[νεμέτωρ]], Πολυδ. Η΄, 136, Συνέσ. 30C· οὐχὶ νεμέτης, Λοβεκ. Παραλ. 447. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεμητής]], ὁ, θηλ. [[νεμήτρια]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που απονέμει [[δικαιοσύνη]], [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], [[νεμέτωρ]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «Αἰσυμνῆται... οἱ νεμηταί, ὅ ἐστι βραβευταί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δισύλλαβο θ. <i>νεμη</i>- του [[νέμω]] (<b>πρβλ.</b> [[νέμημα]], [[νέμηση]])]. | |mltxt=[[νεμητής]], ὁ, θηλ. [[νεμήτρια]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που απονέμει [[δικαιοσύνη]], [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], [[νεμέτωρ]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «Αἰσυμνῆται... οἱ νεμηταί, ὅ ἐστι βραβευταί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δισύλλαβο θ. <i>νεμη</i>- του [[νέμω]] (<b>πρβλ.</b> [[νέμημα]], [[νέμηση]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:35, 25 August 2023
English (LSJ)
νεμητοῦ, ὁ, = νεμέτωρ, Poll.8.136.
German (Pape)
[Seite 239] ὁ, richtige Lesart für νεμέτης, Lob. parall. 447.
Greek (Liddell-Scott)
νεμητής: -οῦ, ὁ, = νεμέτωρ, Πολυδ. Η΄, 136, Συνέσ. 30C· οὐχὶ νεμέτης, Λοβεκ. Παραλ. 447.
Greek Monolingual
νεμητής, ὁ, θηλ. νεμήτρια (Α)
1. αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, εκδικητής, τιμωρός, νεμέτωρ
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «Αἰσυμνῆται... οἱ νεμηταί, ὅ ἐστι βραβευταί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη- του νέμω (πρβλ. νέμημα, νέμηση)].