μυολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myologos
|Transliteration C=myologos
|Beta Code=muolo/gos
|Beta Code=muolo/gos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[μυοθήρας]], <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ὁ, = [[μυοθήρας]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μυολόγος]])<br />[[μυοθήρας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[μελέτη]] της υφής, της δομής και της λειτουργίας του μυϊκού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[μυολόγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=ο (Α [[μυολόγος]])<br />[[μυοθήρας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[μελέτη]] της υφής, της δομής και της λειτουργίας του μυϊκού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[μυολόγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠολόγος Medium diacritics: μυολόγος Low diacritics: μυολόγος Capitals: ΜΥΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: myológos Transliteration B: myologos Transliteration C: myologos Beta Code: muolo/gos

English (LSJ)

ὁ, = μυοθήρας, Glossaria.

Greek Monolingual

ο (Α μυολόγος)
μυοθήρας
νεοελλ.
επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη της υφής, της δομής και της λειτουργίας του μυϊκού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μυολόγος < μῦς, μυός «ποντικός» + -λόγος].