σόκκος: Difference between revisions

From LSJ

ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sokkos
|Transliteration C=sokkos
|Beta Code=so/kkos
|Beta Code=so/kkos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lasso</b>, Olymp.Hist.<span class="bibl">p.457</span> D.</span>
|Definition=ὁ, [[lasso]], Olymp.Hist.p.457 D.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σόκκος''': ὁ, [[εἶδος]] βρόχου, δι’ οὗ ἐμπλέκονται καὶ κατακρημνίζονται οἱ ἱππεῖς, «[[σκάλα]]»· ― σοκκεύω, -ίζω, [[κάμνω]] χρῆσιν τοῦ σόκκου, Βυζ.· πρβλ. Chilmead. εἰς Μαλαλ. σ. 619. ἔκδ. Βόνν.
|lstext='''σόκκος''': ὁ, [[εἶδος]] βρόχου, δι’ οὗ ἐμπλέκονται καὶ κατακρημνίζονται οἱ ἱππεῖς, «[[σκάλα]]»· ― σοκκεύω, -ίζω, [[κάμνω]] χρῆσιν τοῦ σόκκου, Βυζ.· πρβλ. Chilmead. εἰς Μαλαλ. σ. 619. ἔκδ. Βόνν.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ<br />[[είδος]] βρόχου που χρησίμευε για τη [[σύλληψη]] και [[κατακρήμνιση]] ιππέων από τον ίππο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[lasso]] Malalas about the Huns.<br />Derivatives: [[σοκκεύω]] [[catch by the lasso]].<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown.
}}
}}

Latest revision as of 12:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σόκκος Medium diacritics: σόκκος Low diacritics: σόκκος Capitals: ΣΟΚΚΟΣ
Transliteration A: sókkos Transliteration B: sokkos Transliteration C: sokkos Beta Code: so/kkos

English (LSJ)

ὁ, lasso, Olymp.Hist.p.457 D.

Greek (Liddell-Scott)

σόκκος: ὁ, εἶδος βρόχου, δι’ οὗ ἐμπλέκονται καὶ κατακρημνίζονται οἱ ἱππεῖς, «σκάλα»· ― σοκκεύω, -ίζω, κάμνω χρῆσιν τοῦ σόκκου, Βυζ.· πρβλ. Chilmead. εἰς Μαλαλ. σ. 619. ἔκδ. Βόνν.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ
είδος βρόχου που χρησίμευε για τη σύλληψη και κατακρήμνιση ιππέων από τον ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: lasso Malalas about the Huns.
Derivatives: σοκκεύω catch by the lasso.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.