ὁλμειός: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olmeios | |Transliteration C=olmeios | ||
|Beta Code=o(lmeio/s | |Beta Code=o(lmeio/s | ||
|Definition=ὁ, [[mortar]], Sch. | |Definition=ὁ, [[mortar]], Sch.Ar.''V.''238. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, mortar, Sch.Ar.V.238.
German (Pape)
[Seite 324] ὁ, = ὅλμος, nach Schol. Ar. Vesp. 238 στρογγύλος λίθος, εἰς ὃν κόπτουσιν ὄσπρια, u. so Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλμειός: ὁ, = ὅλμος ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 238.
Greek Monolingual
ο (Α ὁλμειός)
νεοελλ.
πλάκα μέσα στην οποία εισέρχεται και στερεώνεται το κάτω άκρο της ατράκτου βαρούλκου πλοίου
αρχ.
στρογγυλός λίθος με τον οποίο έκοβαν τα όσπρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + επίθημα -ειός (πρβλ. αμνειός, στελειός)].