ἀπορέγω: Difference between revisions
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aporego | |Transliteration C=aporego | ||
|Beta Code=a)pore/gw | |Beta Code=a)pore/gw | ||
|Definition= | |Definition=[[stretch out]], Hp.''Fract.''1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[extender]] τὴν χεῖρα el brazo</i> para vendarlo, Hp.<i>Fract</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[depositar]] φακὴν ... εἰς ... τὸ οὖρον Gal.14.546. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπορέγω''': [[ἐκτείνω]] πρὸς τὰ ἔξω, [[παρέχω]], ἐπιδεόμενος τὴν χεῖρα ἀπορέγει Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, «ἀπο[ρ]ρέξαντες, ἀπομερίσαντες, ἀπόμοιραν δόντες» Ἁρποκρ., κατὰ τὰ Α. Β. «ἀπορέξαι, δοῦναι» κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἀπορέγειν τὸ ἐκ πολλῶν ὀλίγα διδόναι». | |lstext='''ἀπορέγω''': [[ἐκτείνω]] πρὸς τὰ ἔξω, [[παρέχω]], ἐπιδεόμενος τὴν χεῖρα ἀπορέγει Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, «ἀπο[ρ]ρέξαντες, ἀπομερίσαντες, ἀπόμοιραν δόντες» Ἁρποκρ., κατὰ τὰ Α. Β. «ἀπορέξαι, δοῦναι» κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἀπορέγειν τὸ ἐκ πολλῶν ὀλίγα διδόναι». | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:37, 25 August 2023
English (LSJ)
stretch out, Hp.Fract.1.
Spanish (DGE)
1 extender τὴν χεῖρα el brazo para vendarlo, Hp.Fract.1.
2 depositar φακὴν ... εἰς ... τὸ οὖρον Gal.14.546.
German (Pape)
[Seite 321] ausstrecken, Hippocr.; davon geben, B. A. 434.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορέγω: ἐκτείνω πρὸς τὰ ἔξω, παρέχω, ἐπιδεόμενος τὴν χεῖρα ἀπορέγει Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, «ἀπο[ρ]ρέξαντες, ἀπομερίσαντες, ἀπόμοιραν δόντες» Ἁρποκρ., κατὰ τὰ Α. Β. «ἀπορέξαι, δοῦναι» κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἀπορέγειν τὸ ἐκ πολλῶν ὀλίγα διδόναι».