μητρομανία: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitromania
|Transliteration C=mitromania
|Beta Code=mhtromani/a
|Beta Code=mhtromani/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hysteria</b>, <span class="bibl">Cass.Fel.79</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[hysteria]], Cass.Fel.79.
}}
{{ls
|lstext='''μητρομανία''': ἡ, [[μέγας]] ἐρεθισμὸς τῆς μήτρας μετ’ ἐφέσεως πρὸς συνουσίαν, Φιλοστορ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 7.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μητρομανία]])<br />παθολογική γενετήσια [[επιθυμία]] στις γυναίκες, αλλ. [[νυμφομανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μήτρα]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[μανία]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[γυναικομανία]].
}}
}}

Latest revision as of 12:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρομᾰνία Medium diacritics: μητρομανία Low diacritics: μητρομανία Capitals: ΜΗΤΡΟΜΑΝΙΑ
Transliteration A: mētromanía Transliteration B: mētromania Transliteration C: mitromania Beta Code: mhtromani/a

English (LSJ)

ἡ, hysteria, Cass.Fel.79.

Greek (Liddell-Scott)

μητρομανία: ἡ, μέγας ἐρεθισμὸς τῆς μήτρας μετ’ ἐφέσεως πρὸς συνουσίαν, Φιλοστορ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 7.

Greek Monolingual

η (Α μητρομανία)
παθολογική γενετήσια επιθυμία στις γυναίκες, αλλ. νυμφομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + -μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναικομανία.