τραγορίγανος: Difference between revisions
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tragoriganos | |Transliteration C=tragoriganos | ||
|Beta Code=tragori/ganos | |Beta Code=tragori/ganos | ||
|Definition=[ῑ], ἡ, < | |Definition=[ῑ], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[goat's marjoram]], [[Thymus teucrioides]], Nic. ''Al.''310, Cels.5.11, Dsc.3.30, Gal.12.91: also neut. τραγορίγανον, Ps.-Dsc.3.30, Cels.3.21.7, Plin.''HN''20.176:—τρᾰγορῑγᾰνίτης [ῑτ]<b class="b3"> οἶνος</b> wine<br><span class="bld">A</span> [[flavoured therewith]], Dsc.5.45.<br><span class="bld">II</span> τ. πλατύφυλλος [[organy]], [[Origanum heracleoticum]], Id.3.30, Plin. ''HN''20.177.<br><span class="bld">2</span> τ. λεπτόφυλλος [[rock savory]], [[Micromeria Juliana]], Dsc. l. c., Plin. l. c. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰγορίγανος''': [ῐ], ἡ, [[εἶδος]] ὀριγάνου, Νικ. 310, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] ἀρσεν., Διοσκ. 3. 35, Κέλσ.· [[ὡσαύτως]] οὐδ. τραγορίγανον, Γαλην. τ. 14, σ. 450, 14, Πλίν. 20, 17. | |lstext='''τρᾰγορίγανος''': [ῐ], ἡ, [[εἶδος]] ὀριγάνου, Νικ. 310, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] ἀρσεν., Διοσκ. 3. 35, Κέλσ.· [[ὡσαύτως]] οὐδ. τραγορίγανον, Γαλην. τ. 14, σ. 450, 14, Πλίν. 20, 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ο, ΝΑ, και [[τραγορίγανον]], τὸ, Α<br />[[είδος]] του φυτού [[ορίγανο]], η [[θύμβρα]], κν. θρουμπί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[τραγορίγανος]] [[πλατύφυλλος]]» — [[είδος]] ρίγανης<br />β) «[[τραγορίγανος]] λεπτοφυλλος» — το θρουμπί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὀρίγανος</i> / [[ὀρίγανον]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,
A goat's marjoram, Thymus teucrioides, Nic. Al.310, Cels.5.11, Dsc.3.30, Gal.12.91: also neut. τραγορίγανον, Ps.-Dsc.3.30, Cels.3.21.7, Plin.HN20.176:—τρᾰγορῑγᾰνίτης [ῑτ] οἶνος wine
A flavoured therewith, Dsc.5.45.
II τ. πλατύφυλλος organy, Origanum heracleoticum, Id.3.30, Plin. HN20.177.
2 τ. λεπτόφυλλος rock savory, Micromeria Juliana, Dsc. l. c., Plin. l. c.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγορίγανος: [ῐ], ἡ, εἶδος ὀριγάνου, Νικ. 310, Γαλην.· ὡσαύτως ἀρσεν., Διοσκ. 3. 35, Κέλσ.· ὡσαύτως οὐδ. τραγορίγανον, Γαλην. τ. 14, σ. 450, 14, Πλίν. 20, 17.
Greek Monolingual
η, ο, ΝΑ, και τραγορίγανον, τὸ, Α
είδος του φυτού ορίγανο, η θύμβρα, κν. θρουμπί
αρχ.
φρ. α) «τραγορίγανος πλατύφυλλος» — είδος ρίγανης
β) «τραγορίγανος λεπτοφυλλος» — το θρουμπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ὀρίγανος / ὀρίγανον.