μητροπόλος: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mitropolos | |Transliteration C=mitropolos | ||
|Beta Code=mhtropo/los | |Beta Code=mhtropo/los | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[ματροπόλος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[tending mothers]], [[epithet]] of [[Eileithyia]], Pi.''P.''3.9.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">αἱ μητροπόλοι</b> = [[μέλισσα]]ι II.2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui prend soin des mères.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[πολέω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui prend soin des mères]].<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[πολέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. ματροπόλος, ον,
A tending mothers, epithet of Eileithyia, Pi.P.3.9.
II αἱ μητροπόλοι = μέλισσαι II.2, Hsch.
German (Pape)
[Seite 180] um die Mütter beschäftigt, d. i. ihnen beistehend, Eileithyia, Pind. P. 3, 9. – Nach Hesych. = μέλισσαι, Dienerinn der magna mater.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prend soin des mères.
Étymologie: μήτηρ, πολέω.
Russian (Dvoretsky)
μητροπόλος: дор. μᾱτροπόλος 2 заботящийся о матерях, помогающий матерям (Ἐλείθυια Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
μητροπόλος: -ον, ἐπίθ. τῆς Εἰλειθυίας, ἡ περιποιουμένη καὶ βοηθοῦσα τὰς μητέρας κατὰ τὸν τοκετόν, Πινδ. Π. 3. 15. ΙΙ. αἱ μ. = μέλισσαι (Ι. 2), Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μητροπόλος, δωρ. τ. ματροπόλος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. της Ειλειθυίας) αυτή που περιποιείται και βοηθά τις μητέρες κατά τον τοκετό
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ μητροπόλοι
ιέρειες της μητέρας τών θεών, της Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -πόλος (< πέλομαι «κινούμαι), πρβλ. νυκτιπόλος.
Greek Monotonic
μητροπόλος: -ον (πολέω), αυτός που φροντίζει τις μητέρες, επίθ. για την Εἰλείθυια, προστάτιδα του τοκετού, σε Πίνδ.
Middle Liddell
μητρο-πόλος, ον πολέω
tending mothers, epithet of Eileithyia, Pind.