κερουχίς: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kerouchis
|Transliteration C=kerouchis
|Beta Code=kerouxi/s
|Beta Code=kerouxi/s
|Definition=ίδος, pecul. fem. of sq., αἶγες <span class="bibl">Theoc.5.145</span> (κερουλίδες, <b class="b3">αἱ οὖλα κέρατα ἔχουσαι</b>, κερουλκίδες, <b class="b3">αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι</b> vv.ll. ap. Sch.).
|Definition=-ίδος, pecul. fem. of [[κεροῦχος]], αἶγες Theoc.5.145 (κερουλίδες, <b class="b3">αἱ οὖλα κέρατα ἔχουσαι</b>, κερουλκίδες, <b class="b3">αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι</b> vv.ll. ap. Sch.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κερουχίς -ίδος [κεροῦχος: gehoornd] adj. f., gehoornd.
|elnltext=κερουχίς -ίδος [κεροῦχος: gehoornd] adj. f., gehoornd.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερουχίς Medium diacritics: κερουχίς Low diacritics: κερουχίς Capitals: ΚΕΡΟΥΧΙΣ
Transliteration A: kerouchís Transliteration B: kerouchis Transliteration C: kerouchis Beta Code: kerouxi/s

English (LSJ)

-ίδος, pecul. fem. of κεροῦχος, αἶγες Theoc.5.145 (κερουλίδες, αἱ οὖλα κέρατα ἔχουσαι, κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι vv.ll. ap. Sch.).

German (Pape)

[Seite 1425] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, gehörnt, αἶγες, Theocr. 5, 145, wo die Schol. die v.l. κερουλκίς od. κερουλίς, mit krausen, gewundenen Hörnern, erwähnen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερουχίς -ίδος [κεροῦχος: gehoornd] adj. f., gehoornd.

Russian (Dvoretsky)

κερουχίς: ίδος adj. f рогатая (αἶγες Theocr.).

Greek Monolingual

κερουχίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. κερούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερ-ούχος + κατάλ. -ίς, πρβλ. εν-υδρ-ίς, εχιν-ίς].

Greek Monotonic

κερουχίς: -ίδος, θηλ. του επόμ., σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κερουχίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., αἶγες Θεόκρ. 5. 145, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει δύο ἑτέρας γραφάς, «ἢ κερουλίδες, αἱ οὖλαι κέρατα ἔχουσαι· ἢ κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι».

Middle Liddell

κερουχίς, ίδος [fem. of κεροῦχος, Theocr.]